Ο Ψάλτης μέσα στό λειτουργικό βίο
της Εκκλησίας
Ἡ καθιέρωση τῶν ψαλτῶν καί κατ' ἀκολουθίαν τῶν χορῶν μέσα στήν Ἐκκλησία ἀκολούθησε τήν ὅλη ἐξέλιξη τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, στήν ὑμνολογία καί τεχνικῆς αὐτῆς μορφή ἀφ' ἑνός καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς τελετουργικῆς διαδικασίας ἀφ ' ἑτέρου.
Στήν Καινή Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος καί οἱ Μαθητές Του, μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, «ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν...» 1, ὁ δέ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς « λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ὠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ...»2 . Καί ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος παραγγέλει: « Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω»3. Ὁ Τερτυλλιανός ἀναφέρει ὅτι ἕκαστος στίς χρι στιανικές ἀγάπες ὤφειλε νά ὑμνήσει τόν Θεό μέ ὕμνους εἴτε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, εἴτε ἀπό ἰδική του ἔμπνευση, κατά προ- αίρεσιν 4.
Στήν Ἐκκλησία μέχρι τὸν Δ΄ αἰῶνα μ.Χ. ἔψαλλε ὅλος ὁ λαός. Ἀλλά ἐπειδή οἱ ὕμνοι, μέ τήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανι σμοῦ, ἦσαν πολλοὶ καί ἐπειδή συνέβαιαν χασμωδίες, ἐκρίθηκε ὡς εὔσχημο καί εὔρυθμο νά ὑποκαταστήσουν τό λαό οἱ ψάλτες μέ τούς δύο Χορούς.
Ἡ ἐκπαίδευση τῶν ψαλτῶν ἐγινόταν σέ εἰδικές σχολές. Ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ αὐτοκράτορος (τέλη Δ΄ αἰῶνος μ.Χ.) ἀναφέρεται ὅτι στήν Κωνσταντινούπολη ἐδίδασκαν τήν ἐκκλησιαστι κὴ μουσική, διδάσκαλοι τῆς μουσικῆς. Κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (482 565 μ.Χ.) ὁ ναός τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας εἶχε 25 ἱεροψάλτες, ἐκτός αὐτῶν δέ καί 100 ἀναγνῶστες οἱ ὁποῖοι ἐβοηθοῦσαν στήν ψαλμωδία. Τόν χορό τῶν ἱεροψαλ τῶν διηύθυνε ὁ πρωτοψάλτης, πού ἐχρησιμοποιοῦσε τή λεγόμενη χειρονομία. Ἡ χειρονομία, πού ἦταν σέ χρήση μέχρι τά μέσα περίπου τοῦ ΙΖ΄ αἰῶνος μ.Χ., ἐγινόταν μέ διάφορες κινήσεις τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ καὶ ἔδειχνε, συνήθως, τό σύνθημα τῆς ἐνάρξεως καί τῆς παύσεως τῆς ψαλμωδίας, καθώς ἐπίσης τόν τρόπο ἐκτε λέσεως καί τό ρυθμό τοῦ ἄσματος.
Ἡ θέση τῶν ψαλτῶν ἐπαγιώθηκε στήν Ἐκκλησία, γιά νά μήν παρεισφρύσουν στή λατρεία αἱρετικά στοιχεῖα στήν ψαλ μωδία ἀφ ' ἑνός, δεδομένου ὅτι οἱ Ἀρειανοί εἰσήγαγαν τόν τρόπο τοῦτο τῆς ψαλμωδίας πρός διάδοσιν τῶν κακοδοξιῶν τους, καί γιά νά καθοδηγοῦν τό λαό στήν ψαλμωδία κανονικοί ψάλτες. Ἔτσι ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος (360 μ.Χ.) διά τοῦ 15ου Κανόνος αὐτῆς ἐφιστᾶ τήν προσοχή «περί τοῦ μή δεῖν πλήν τῶν κανονι κῶν ψαλτῶν, τῶν ἐπί τόν ἄμβωνα ἀναβαινόντων καί ἀπό διφθέ ρας ψαλλόντων ἑτέρους τινάς ψάλλειν ἐν ἐκκλησίᾳ » . Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναφέρει : «Τούς ἐπί τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων. Ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ. Εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσρα ήλ τό ἱερόν ἐδίδαξε λόγιον» (Κανών 75ος ).
Ἄλλοι Κανόνες ἀφορῶντες σέ διάφορα ζητήματα τῶν ψαλτῶν μεταξύ ἄλλων εἶναι καί οἱ ἑξῆς: « Τῶν εἰς κλῆρον προσελθόντων ἀγάμων, κελεύομεν βουλομένους γαμεῖν, ἀναγνώ στας καί ψάλτας μόνον» (Κανών 26ος ). Αὐτόν ἐπικυρώνει καί ὁ 6ος Κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου, ἐνῶ κατά τόν 14ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου « ἐπειδή ἔν τισιν ἐπαρχίαις συγκε χώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καί ψάλταις γαμεῖν, ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος μή ἐξεῖναι τινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν...» . Κατά τόν 14ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου « οὐ δεῖ ἱερα τικούς ἀπό πρεσβυτέρων ἕως... ψαλτῶν... εἰς καπηλεῖον εἰδιέναι » . Κατά τόν 43ο Ἀποστολικό Κανόνα « ὑποδιάκονος ἤ ἀναγνώστης ἤ ψάλτης τά ὅμοια ποιῶν ἤ παυσάσθω ἤ ἀφοριζέσθω » . Ὅσον ἀφο ρᾶ στήν περιβολή τῶν ψαλτῶν στήν Ἐκκλησία, κατά τόν 23ο Κανόνα τῆς Λαοδικείας « οὐ δεῖ ἀναγνώστας ἤ ψάλτας ὠράριον φορεῖν καί οὕτως ἀναγινώσκειν ἤ ψάλλειν » . Ἡ δέ Σύνοδος τῆς Καρθαγένης ἀπεφάσισε ὅπως ὁ πρεσβύτερος διορίζει τούς ψάλτες μέ τήν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω δηλώνεται σαφῶς ὅτι οἱ ψάλτες ἀνήκουν στούς κατώτερους κληρικούς, λαμβάνοντες τό χάρισμα διά χειροθεσίας, εἶναι δέ περιττό νά τονισθεῖ ὅτι ἀδυνατοῦν νά τελέσουν μυστήριο, ἐνῶ κατ' οἰκονομίαν εἰσέρχονται στό Ἱερό Βῆμα, ὡς καί οἱ ἀναγνῶστες. Σήμερα καθ' ὅλη τή διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν φέρουν τό ράσο.
Σχέσεις Λαμπαδαρίου – Πρωτοψάλτου στή Μεγάλη Ἐκκλησία
Ὁ ἀμέσως μετά τόν Πρωτοψάλτη (δεξιό ψάλτη) τίτλος στήν ἱεραρχία τοῦ ψαλτικοῦ κόσμου λέγεται Λαμπαδάριος (ἀρι στερός ψάλτης). Ἡ λέξη Λαμπαδάριος ἀπό ἐτυμολογική σημασία εἶναι τόσο παλιά, ὅσο καί ἡ λέξη λαμπάδα, γιατί ἀπό αὐτή προέρχεται. Σπανιότερα, τή λέξη τή συναντᾶμε καί ὡς λαμπα δηφόρος ἢ κηροφόρος. Ἡ χρήση τῶν λαμπάδων στή χριστιανική λατρεία συνδέεται μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερα στήν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, ὅπου οἱ Ἀκολουθίες γίνονταν τή νύχτα ἢ τίς πολὺ πρωϊνὲς ὧρες ἡ χρήση τῶν λαμπάδων ἦταν ἀπαραί τητη, ὅπως ἐπίσης καί τό πρόσωπο πού θὰ ἐφρόντιζε γι' αὐτές.
Στήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (313 337 μ.Χ ) καθoρίσθηκε ἡ Κυριακὴ ὡς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου (321 μ.Χ.), οἱ διάφορες Ἀκολουθίες γίνονταν τίς πρωϊνὲς ὧρες καί γι' αὐτό χρησιμοποιοῦνταν μεγάλες λαμπάδες, οἱ ὁποῖες στηρίζονταν σέ εἰδικά κηροπήγια, τά λεγόμενα στά λατινικά « candelabra ». Ὁ Λαμπαδάριος εἶχε τὸ καθῆκον νὰ ἀνάβει τὶς λαμπάδες αὐτές γιά νά φωτισθεῖ ὁ ναός, καθώς καί αὐτές τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἄλλο του καθῆκον ἦταν νά φροντίζει τίς λαμπάδες τῶν ἱερέων καί Ἀρχιερέων στή διάρκεια τῶν διαφόρων λιτανειῶν, ὅπως ἐπίσης αὐτές τοῦ Πατριάρχου ἢ τοῦ Ἀρχιερέως, μέ τίς ὁποῖες εὐλογοῦσαν τό λαό. Αὐτό ἦταν ἀρχικά τό καθῆκον τοῦ Λαμπα δαρίου, τὸ ὁποῖο ἦταν καί ἄσχετο μέ τό σημερινό.
Στά μετέπειτα Βυζαντινὰ χρόνια ἦταν πράγματι ὀφφίκιο στή Μεγάλη Ἐκκλησία ἀλλά καί πάλι ἦταν ἄσχετο μέ τό σημερινό. Ὁ ψευδοΚωδινὸς τόν παρουσιάζει στόν « εὐώνυμο χορό» τῶν ὀφφικιάλων, μετά τό διδάσκαλο τοῦ Εὐαγγελίου καί πρίν τὸν ἀρχιδιάκονο. Δινόταν σέ δύο πρόσωπα, μέ καθήκοντα ἐναλλὰξ κάθε ἑβδομάδα. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρονται : « Οἱ δύο λαμπαδάριοι βαστάζουσι τήν λαμπάδα, ἕκαστος τήν ἴδια ἑβδομάδα ἔμπροσθεν τοῦ Πατριάρχου» καὶ « οἱ δύο λαμπαδάριοι, ἵνα καθαρίζωσι τάς λαμπάδας ἐν τῷ θείῳ ναῷ, καί κομίζωσι καί τήν λαμπάδα, καί τιθῶσιν ἔμπροσθεν τοῦ ἀρχιερέως » . Ἦταν δηλαδή ἕνας κατώτερος κληρικός, ὅπως οἱ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοί ὀφφι κιάλοι, μέ κύριο ἐκτός τῶν ἄλλων καθῆκον νά κρατεῖ τή λαμπάδα τοῦ Πατριάρχου, τοῦ ὁποίου ὁ θρόνος ἦταν τότε πρίν τό Ἱερό Βῆμα, στά ἀριστερά.
Ἐπειδή ἀκριβῶς τό διακόνημα αὐτό δόθηκε στόν κορυφαῖο τοῦ ἀριστεροῦ (β) χοροῦ τῶν ψαλτῶν, ἔμεινε καί τό ὄνομα Λαμ παδάριος. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξήγηση πού δίνουν οἱ περισσότεροι πού ἀσχολοῦνται μέ τήν ἑρμηνεία τῶν ὀφφικίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Ἐνῶ ὅμως ὑπάρχει τό ὀφφίκιο τοῦ ἄρχοντος Λαμπαδαρίου μέ καθήκοντα ξένα στή μουσική, πῶς εἶναι δυνατὸν νά συνυ πάρχει ὁ τίτλος τοῦ Λαμπαδαρίου τοῦ « εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου» μέ καθήκοντα ἀποκλειστικά ψαλτικά; Εἶναι ἀκριβῶς πανο μοιότυπη περίπτωση μέ αὐτή τοῦ Πρωτοψάλτου, δηλαδή ὅτι στό παλάτι ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς χλιδῆς ποὺ ὑπῆρχε, αὐτή ἀντανακλοῦσε καί στούς τίτλους. Ἔτσι δέν γνωρίζουμε τό Λαμπαδάριο τῆς Μ. Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ « βασιλικοῦ κλήρου», ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Μανουὴλ Χρυσαφής ὁ Παλαιός. Πάντως, μέ μεγάλη πιθανότητα, τό ὄνομα ἔμεινε ἀπό τά καθήκοντα πού προαναφέρθηκαν, γιά τά ὁποῖα παρόμοια ἐκφράζεται καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος ὁ Α' στά μέσα τοῦ ΙΖ' αἰῶνος μ.Χ. σὲ ἐπιστολή του πρός τόν Μόσχας Νίκωνα.
Ὁ πρῶτος Λαμπαδάριος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πού γνωρίζουμε μετά τὴν Ἅλωση εἶναι ὁ Φωκᾶς, τὸ ἔτος 1575. Συνήθως ἀπό τή θέση τοῦ α΄ δομεστίκου προβιβαζόταν ὁ κάθε νέος Λαμπαδάριος. Αὐτὸ ἐπέβαλλε ἡ τάξη τῆς Μεγάλης Ἐκκλη σίας. Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά, ὅπως εἶναι καί στήν περίπτωση τοῦ Πρωτοψάλτου, ὑπῆρχαν περιπτώσεις πού δέν ἐτηρεῖτο ἡ κανο νική τάξη ἀλλά, ἀντίθετα, διορίζονταν στό ἀξίωμά του πρόσω-πα ἀπό τή θέση τοῦ β' δομεστίκου ἢ ἀκόμα καί ἔξω ( ἔξωθεν ) ἀπό τόν Πατριαρχικό Ναό.
Ἡ θέση τοῦ Λαμπαδαρίου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἴσως εἶναι καί δυσκολότερη. Εἶναι ὑποχρεωμένος, ὅπως καί ὁ Πρωτοψάλτης, νά ψάλλει τά περισσότερα μαθήματα ἀπ' ἔξω. 'Ὅταν ἐπίσης δέν ἐταίριαζαν οἱ χροιὲς τῶν φωνῶν τῶν δύο κορυφαίων ψαλτῶν, ἦταν πολύ δύσκολο γιά τόν κάθε Λαμπαδάριο νά ἀπαντήσει (ἀντιφωνήσει) στόν Πρωτοψάλτη, γιατί ὁ Πρωτοψάλτης ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκανόνιζε τίς βάσεις καί τό ρυθμό τῶν διαφόρων μαθημάτων. Ὁ Λαμπαδάριος εἶναι συνήθως ὁ ὑπεύθυνος γιά τή διδασκαλὶα τῆς ψαλμωδίας στόν Πατριαρχικό ναό, δηλαδή στούς δομεστίκους καί σέ ὅσους μέ ὑπόδειξη τοῦ Πατριάρχου ἢ διαφόρων Ἀρχιερέων τοῦ παραδίδονται, γιά νά τούς διδάξει ἀμισθί τή μουσικὴ τέχνη. Σύμφωνα πάντα μέ τήν τάξη τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ Λαμπαδάριος ἦταν ὁ ἑπόμενος Πρωτοψάλτης. Παρ' ὅλα αὐτά ὑπάρχουν περιπτώσεις, ὅπου δέν ἐτηρήθηκε ἡ τάξη αὐτή. Ὅπως καὶ ὁ Πρωτοψάλτης, ἔτσι καί ὁ Λαμπαδάριος ἐκτός τῶν μουσικῶν του καθηκόντων συνυπέγραφε ὡς μάρτυρας σέ διάφορες ὑποθέσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Ἄρχοντες Λαμπαδάριοι
Μανουήλ Χρυσάφης ὁ Α΄ |
ἐπί τῆς Ἁλώσεως |
|
Ἰωάννης ὁ Τραπεζούντιος
|
1727 |
10-4-1748 |
Δανιήλ ὁ ἀπό Τυρνάβου
|
11-4-1748 |
1765 |
Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος
|
1766 |
1777 |
Πέτρος ὁ Βυζάντιος
|
1778 |
1801 |
Μανουήλ ὁ Βυζάντιος
|
1802 |
1804 |
Γρηγόριος ὁ Λευῒτης
|
1805 |
21-6-1819 |
Κωνσταντῖνος ὁ Βυζάντιος
|
22-6-1819 |
23-12-1822 |
Ἀντώνιος ὁ Ἀνδριανουπολίτης |
4-12-1822 |
1827 |
Ἰωάννης ὁ Βυζάντιος
|
1831 |
1855 |
Στέφανος Μιχαήλ ὁ Βυζάντιος |
1856 |
1862 |
Γεώργιος Ραιδεστηνός ὁ Β΄ |
1863 |
1- 2-1871 |
Νικόλαος Στογιάννης ὁ Βυζάντιος
|
2- 2-1871 |
1- 2-1888 |
Ἀριστείδης Νικολαϊδης |
2- 2-1888 |
4-1 Ι-1905 |
Ἰάκωβος Ναυπλιώτης |
5-11-Ι905 |
1911 |
Κωνσταντῑνος Κλάββας |
1911 |
1916 |
Εὐστάθιος Βιγγόπουλος |
1917 |
5- 2-1938 |
Κωνσταντῖνος Πρίγγος |
1- 3-1938 |
1939 |
1Ματθ. 26, 30. Μάρκ. 14, 26.
2Ἐφεσ. 5, 19. Κολ. 3, 16.
3Ἰακ. 5, 13.
4Ἀπολογία, 39.
|