ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΓΕΝΝΗΜΑ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
«Πολλάκις τήν ὑμνῳδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν·
τῇ μέν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος, τῇ δέ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος·
ἀλλ' ἑκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ὁ Θεός, διά τῆς μετανοίας, καί σῶσόν με»
[Κατανυκτικόν, Δευτέρα μετά τήν τοῦ Παραλύτου, εἰς τόν Ὄρθρον]
Ἡ ὀρθόδοξη βυζαντινή ψαλμωδία εἶναι αὐστηρά ἐκκλησιαστικό μέλος, ἱερατικοῦ καί λειτουργικοῦ χαρακτῆρος καί ἀμέσως καί σαφῶς διακρινόμενου τοῦ κοσμικοῦ ἄσματος. Εἶναι ὁμοούσιο γέννημα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, ἀναπτύχθηκε μέ αὐτή, καθώς καί αὐτή ἐγεννήθηκε ἐκ τῆς Ἐκκλησίας καί αὐξήθηκε μέ αὐτή.
Ὁ χαρακτήρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς εἶναι λειτουργικός, μυσταγωγικός, ἀναγωγικός, δηλαδή από σαρκός εἰς πνεῦμα. Δέν ἔχει σκοπό νά συνοδέψει τό λόγο (πρός τέρψη ἀκρόασης), ἀλλά νά τόν τονίσει. Γιά τό λόγο αὐτό, καθιερώθηκε καί διαδόθηκε στό διάβα τῶν αἰώνων ὡς φωνιτική μουσική καί ἄσμα χορικό, ὥστε μέσα ἀπό αὐτή καί « θείᾳ εμπνεύσει», νά ἀναδεικνύεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καλύτερο τρόπο.
Κατά συνέπεια, μέσῳ τῶν μυστῶν της, γίνεται καί ἡ ἴδια ἀρωγός στή λατρεία. Ὅταν μάλιστα ὑπηρετεῖται καί πάρουσιάζεται ἀπό καλλίφωνους καί καταρτισμένους ἱεροψάλτες, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μουσική ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀνιαρή, ἀλλά διαθέτει, πέρα ἀπό τή θρησκευτικότητα, ἄφθαστη μεγαλοπρέπεια. Εἶναι φανερὸ συνεπῶς ὅτι καί ἡ ἴδια ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησιαστική μας παράδοση εἶναι μία ἀέναη λογοποίηση καί μελοποίηση, ἕνας ἀκατάπαυστος αἶνος, ἕνας «ἦχος καθαρός ἑορταζόντων» , ἕνας ζωντανὸς τρόπος νά ἐφαρμόζεται μέ συνέπεια ἡ ἐπιταγή «πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον» .
Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἡ μουσική τῆς ψυχῆς. Ἂν κάποιος δέν ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ μουσική αὐτή στολίζει καί ἐμπλουτίζει μέ θεῖο συναίσθημα τά θαυμάσια λόγια τῶν ὕμνων, δέν μπορεῖ νά νιώσει βαθειὰ οὔτε καί τό νόημά τους. Γιατί τά λόγια καί ἡ ψαλμωδία, ὅπως σοφά ἀναφέρει ὁ Φώτης Κόντογλου, δένονται ὅπως τό κορμὶ καί ἡ ψυχή, ὅπως ἡ μορφή καί τό χρῶμα σέ μία εἰκόνα.
Ἡ βυζαντινή μουσική ἐκφράζει τό «τιμιώτατον» τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τήν ψυχικὴ χαρμολύπη, δηλαδή τήν πνευματική ἐκείνη εὐωδία, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μονάχα ἀπό τίς πνευματικές αἰσθήσεις πού νιώθουν οἱ κοινωνοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος. Ἀποτελεῖ μία σοφή δημιουργία πολλῶν αἰώνων, ἕνα θεϊκό τραγούδι πού ἀκόμη καί σήμερα, σέ μιά εὐρέως χαρακτηριζόμενη πεζή καί ὑλιστική ἐποχή, συγκινεῖ καί ὁδηγεῖ τίς ἀνθρώπινες ψυχές στή θεία κατάνυξη.
|