H μουσική στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας κατέχει εἰδική καί πρωτεύουσα θέση. Ἡ ἱερά ψαλμωδία εἶναι ἀπό τά πρῶτα τελεσφορώτατα μέσα πρός κατάνυξη καί μυσταγωγία τῶν πιστῶν. Εἶναι βέβαια ἡ ψαλμωδία μέσο καί ὄχι σκοπός στήν Ἐκκλησία καί ἀπό αἰώνων στή θεία λατρεία μουσική, ἐκτός ἀπό τήν καλλιτεχνική καί αἰσθητική ἀξία, φέρεται καί ὡς κληρονομιά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς δέ πρός τά στοιχεῖα καί τό ἦθος αὐτῆς θεωρεῖται καί ἀποδεικνύεται, ὅτι διασώζει τά γνωρίσματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς. Γι' αὐτό καί ἐνδεικτικά ὀνομάζεται ἑλληνική ἐκκλησιαστική μουσική καί ἀναγνωρίζεται ὡς μία ἐθνική κληρονομιά καί ἕνα πνευματικό κεφάλαιο, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά σεβασθοῦμε, νά διασώσουμε καί νά αὐξήσουμε. Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική δέν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν ὑμνογράφων ἤ τῶν ἐκφραστῶν, τῶν κληρικῶν ἤ τῶν λαϊκῶν. Εἶναι τέχνη, θεία τέχνη, καθώς καί κάθε τέχνη στήν Ἐκκλησία, ἱερατική ἤ λειτουργική, χαρακτηριζόμενη διά τοῦ ὅρου ψαλμωδία , ὁ ὁποῖος ἐκφράζει μέ πληρότητα τή θέση καί τόν χαρακτήρα τῆς μουσικῆς κατά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας.
Ἡ παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου μουσικοδιδασκάλου Κωνσταντίνου Πρίγγου ἐκφράζει τό ζήτημα τῆς διατηρήσεως καί τῆς διαφυλάξεως τῆς βυζαντινῆς ψαλμωδίας. Ἐκ πρώτης ὄψεως οἱ ἔννοιες τῆς παραδόσεως καί τῆς προσωπικῆς δημιουργίας φαίνονται ἀντιφατικές. Παρ' ὅλα αὐτά ἡ παράδοση δέν εἶναι ἔννοια στατική, ἀλλά ἐξεναντίας ἀποτελεῖ ὅρο καί προϋπόθεση γιά νέες δημιουργίες. Ἡ παράδοση δέν εἶναι κατάσταση, ἀλλά δύναμη. Στήν παραδοσιακή αὐτή δύναμη ὀφείλεται ὅ,τι ὑπάρχει στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἐπιστήμη καί τέχνη καί τρόπος ζωῆς. Ἐφ' ὅσον δέ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανός Ὀργανισμός καί Θεῖος Θεσμός, δέν θά πάψει νά ἔχει ἐνώπιον αὐτῆς νέες ἀνάγκες, τίς ὁποῖες δύναται νά θεραπεύει. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ δημιουργία τοῦ πλούτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας. Ὄχι σέ μιά στιγμή χρόνου, ἀλλά στή σειρά τῶν αἰώνων καί περιστατικά. Καί ἐφ' ὅσον οἱ συνεχιστές τῆς παραδόσεως, πού ἀγαποῦν τήν εὐπρέπεια καί τόν λειτουργικό διάκοσμο τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐφιλοδόξησαν νά ἀποθανατίσουν τά ὀνόματά τους, ἀλλά νά ἀποτελοῦν ἕκαστος ἕνα ταπεινό, ἀλλά ταυτόχρονα μεγαειώδη, κρίκο στήν ἁλυσίδα καί τήν ἀδιάλειπτη συνέχεια τῆς ψαλτικῆς τέχνης τῆς Ἐκκλησίας. |