Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τόν Μέγα Κωνσταντῖνο
Κατά τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος δοκιμάζεται σκληρά: οἱ διωγμοὶ ἀναγκάζουν τούς πρώτους Χριστιανοὺς νὰ κρύβονται γιά νά μπορέσουν νά τελέσουν τή λατρεία τοὺς ἀλλά καί γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν ἴδια τους τή ζωή. Κάτω ἀπό αὐτὲς τίς συνθῆκες λοιπίν δέν ἦταν δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ ὁποιαδήποτε μορφὴ τέχνης. Ἡ ἱερὰ ὑμνωδία εἶναι λιτή. Χρησιμοποιοῦνται κυρίως ὕμνοι τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀπό τίς Ἀποστολικές Πράξεις γνωρίζουμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι συναθροίζονταν γιά ψαλμωδία καί προσευχή τήν τρίτη, ἕκτη καί ἐεννάτη ὥρα, καί τή νύχτα, ὅπως oἱ Ἀπόστολοι, ΙΙαῦλος καί Σίλας, οἱ ὁποῖοι κατά τό μεσονύκτιο προσευχόμενοι ὑμνοῦσαν τόν Θεό. Oἱ Ἀπόστολοι μέ ὕμνους καί προσευχές ἐτελοῦσαν τόν ἐνταφιασμό τῶν κεκοιμημένων, στίς δέ Ἀποστολικές Διατάξεις ὁρίζεται ὅπως ὁ ἐνταφιασμός τῶν Χριστιανῶν τελεῖται μέ ὕμνους καί προσευχές. Ἐπιτάφιοι ὕμνοι ἐψάλησαν στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί στόν ἐνταφιασμό τοῦ Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Οἱ δέ Χριστιανοί, κατά τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἀναφέρει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, συναγόμενοι γιά προσευχή σέ ταπεινούς καί αὐτοσχέδιους ναούς, πολλές φοερές δέ σέ σπήλαια καί τίς ὀπές τῆς γῆς (Κατακόμβες), ἕνεκα τῶν γνωστῶν διωγμῶν, ἔψαλλαν, ἐμελετοῦσαν τίς Γραφές καί ἄκουγαν τό θεῖο λόγο.
Κατά τήν περίοδο αὐτή δέν ψάλλουν συγκεκριμένα πρόσωπα ἀλλὰ ὅλοι οἱ παρόντες στή λατρεία πιστοί. Ὅπως προαναφέραμε, ἡ ὑμνωδία ἦταν λιτή. Ἔτσι λοιπὸν τό ἐκκλησίασμα μποροῦσε νά παρακολουθεῖ τό μέλος καί κατά συνέπεια νά συμψάλλει τά ἱερά ἄσματα μέ μία φωνή. Καθώς ὅμως χρόνο μέ τό χρόνο οἱ Χριστιανοί αὐξάνονταν, ἦταν δύσκολη ἡ ἀπό κοινοῦ ψαλμωδία. Γιά τό λόγο αὐτό, καθιερώθηκε ἀπό πολύ ἐνωρίς στήν Ἐκκλησία, ἡ τάξη τῶν ψαλτῶν. Γενικά, κατά τήν περίοδο αὐτή, ἐτέθησαν οἱ πρῶτες βάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Οἱ κυριότεροι ἐκπρόσωποί της εἶναι: ὁ Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος († 103 μ.Χ.), ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς († 220 μ.Χ.) καί ὁ Ὠριγένης († 254 μ.Χ.)
Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες συμπεραίνεται ὅτι ἦταν ἁπλή καί ἀπέριττη. Ἀπό μελωδική ἄποψη ἐψάλλονταν ἀποσπάσματα ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαυῒδ καί ὕμνοι, πού συνέθεταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς καί ὁ Ἀνατόλιος. Ἀπό τούς ὕμνους αὐτούς, λίγοι διασώθηκαν μέχρι σήμερα.
Οἱ Πατέρες δέν ἀναφέρουν κανένα εἶδος ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ βιβλίου γι' αὐτή τήν περίοδο. Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ἡ μετάδοση τῶν ὕμνων κατά τή διάρκεια τῶν τριῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων πρέπει νὰ ἦταν κυρίως προφορική. Ἡ μουσική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόσο τήν περίοδο αὐτή ὅσο καί στίς ἄλλες περιόδους ἦταν πάντοτε φωνητική, καθώς ἀπαγορευόταν ἡ χρήση ὀργανικῆς μουσικῆς. Ἔτσι ποτέ δέν ἐχρησιμοποιήθηκε στήν Ἐκκλησία πολυφωνικό σύστημα ψαλμωδίας.
Κατά τούς πρώτους τοῦ Χριστιανισμοῦ αἰῶνες ὡς ὕμνοι στήν ψαλμωδία πρός ὑμνολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν εἰς δόξαν Χριστοῦ μαρτυρησάντων Ἁγίων, ἐχρησίμευαν oἱ ψαλμοί (ὡς ὑπό τοῦ Προφητάνακτος Δαυῒδ ἐμμελῶς διά τοῦ ψαλτηρίου καί τῆς κιθάρας ψαλλόμενοι) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἀναγγέλλοντες τήν ἔλευση καί τίς χάριτες τοῦ Κυρίου, καί ἰδιαίτερα ὁ ργ΄ ψαλμός ὁ καί Προοιμιακός , ὡς τό προοίμιο τοῦ Ἑσπερινοῦ, στούς Ἀποστολικούς Κανόνες καί Φωταγωγικό Ἄσμα καλούμενος, ὁ ρλδ΄ καί ρλε΄ Πολυέλεοι ἤ Πολυέλαιοι καλούμενοι γιά τό συχνά σέ αὐτούς προσαδόμενο Ἀκροτελεύτιο «ὅτι εἰς τόν αἰῶνα τό ἔλεος Αὐτοῦ» , ἤ κατ' ἄλλους, γιά τή γινόμενη κατά τήν ψαλμωδία αὐτῶν φωταψία, ἀναπτομένου τοῦ πολυελαίου, δηλαδή τοῦ πολυκηρίου, ὁ ρμ΄ ψαλμός «Κύριε ἐκέκραξα» καί ὁ ρμη΄. Πλήν τῶν Ψαλμῶν τοῦ Δαβίδ ἔψαλλε ἡ Εκκλησία καί τίς ἐννέα ὠδές τῆς Γραφῆς, τίς εὑρισκόμενες στά ἀρχαιότατα ψαλτήρια μετά τούς ψαλμούς, ἅμα δέ καί ἰδιαίτερους ὕμνους συντασσόμενους ἀπό τούς πρώτους Χριστιανούς, μή σωζόμενους δέ ὡς καταστραφέντες κατά τούς χρόνονς τῶν διωγμῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκαλοῦντο ὠδές πνευματικές πρός διάκρισιν τῶν ἐθνικῶν ἑλληνικῶν ὠδῶν. Ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς ὕμνους εἶναι καί οἱ ἑξῆς:
«Ὅς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη Ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» . Kαί ὁ Πλίνιος ὁ Νεώτερος, ὁ ὁποῖος ἦταν διοικητής τῆς Βιθυνίας, τό ἔτος 103 μ.Χ., ἱστορεῖ στήν πρός τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό 97 ἐπιστολή αὐτοῦ ὕμνο στόν Χριστό ὡς εἰς Θεόν ψαλλόμενο ὑπό τῶν Χριστιανῶν ἐξ ὑπαμοιβῆς.
Εἰς τά ψαλλόμενα κατά τούς Ἀποστολικούς χρόνους πρέπει νά κατατάξουμε τό ἀναγινωσκόμενο εὐκτήριο ἄσμα στίς Ἀποστολικές Διαταγές «Κύριε ελέησον» , τό ὁποῖο στήν ἀρχή ἐκφωνοῦσε ὁ λαός, ἀργότερα δέ ἀντικατέστησε ὁ χορός· τόν ἀγγελικό ἐπινίκιο ὕμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» , ὁ ὁποῖος στίς Ἀποστολικές Διαταγές περιέχεται μεταξύ τῶν ἀσμάτων τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅλες δέ τίς ἀρχαῖες Λειτουργίες, τοῦ Κλήμεντος, τοῦ Ἰακώβου, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀναφέρεται ὡς ψαλλόμενος μετά μέλους σοβαροῦ ὑπό τῶν πιστῶν· τόν αἰνετικό ὕμνο «Ἀλληλoύϊα» , ὁ ὁποῖος ἐλήφθη ἀπό τήν Ἰουδαϊκή ὑμνολογία καί ἐκφράζει λύπη καί μετάνοια· τήν Κυριακή Προσευχή «Πάτερ ἡμῶν» , ἡ ὁποία ὁρίζεται στούς Ἀποστολικούς Κανόνες, γιά νά ψάλλεται τρεῖς φορές τήν ἡμέρα· τήν ὑπό τῶν Ἀποστόλων παραδοθεῖσα στήν Ἐκκλησία μικρά Δοξολογία «Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίῳ ΙΙνεύματι» · τήν ἑωθινή Δοξολογία «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» , τήν ὁποία ἔψαλλαν οἱ Ἀγγελικές Δυνάμεις κατά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἐπήκοον τῶν ποιμένων τῆς Βηθλεέμ· τόν ἐκ τοῦ 94ου ψαλμοῦ τοῦ Δαυῒδίδ εἰλημμένο εἰσοδικό ὕμνο «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστῷ» · τόν στίς Ἀποστολικές Διαταγές ἀναφερόμενο ἑσπερινό ὕμνο τοῦ πρεσβύτου Συμεών «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν Σου Δέσποτα» , ψαλλόμενο ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους μέχρι τόν Ε΄ αἰῶνα μ.Χ., ἀντικατασταθέντα δέ τότε διά τῶν Ἀπολυτικίων Τροπαρίων, πού ὀνομάσθηκαν ἔτσι, ἐπειδή ἐψάλλονταν μετά τό ρητό τοῦ Θεοδόχου Συμεών στήν Ἀπόλυση τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅταν καί ὁ λαός ἀπολύεται· τήν εὐχαριστήρια ὠδή «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι» , ψαλλόμενη στήν Ἀρχαία Ἐκκλησία πρίν τήν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί μετά τό τέλος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ἀρχαῖος ὕμνος εἶναι καί ὁ σωζόμενος πινδαρικός τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, ἀναγόμενος στούς κοινούς ὕμνους, τούς ὁποίους συνήθως ἀπό στήθους ἐγνώριζε ὁ λαός καί ἔψαλλε ἀπό κοινοῦ στίς ἱερές συνάξεις. Στά ἀρχαῖα ἄσματα καταλέγεται τό αἰνετικό «Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦμεν Κύριε, καί δεόμεθά σου ὁ Θεός ἡμῶν» , τό
ὁποῖο ποιηθέν ὑπό τοῦ Ἀμβοσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων, μετά τόν ἐντελῆ αὐτοῦ θρίαμβο κατά τῶν Ἀρειανῶν, ἐψάλη γιά πρώτη φορά σέ σύναξη τῶν πιστῶν κατά τή βάπτιση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ὡσαύτως ἀρχαιότατος εἶναι καί ὁ Τριαδικός ἤ Ἐπιλύχνιος ὕμνος (ὡς ψαλλόμενος μετά τίς λυχνικές εὐχές τοῦ Ἑσπερινοῦ) «Φῶς ἱλαρόν» , ἀποδιδόμενος στούς ἀποστολικούς ἄνδρες, ἀπό τό λόγο δέ τοῦ οὐρανοφάντορος Βασιλείου «Ἀλλ' ὅστις μέν ὁ Πατήρ τῶν ῥημάτων ἐκείνων τῆς ἐπιλυχνίου εὐχαριστίας εἰπεῖν οὐκ έχομεν» , ἐξάγεται ὅτι εἶναι ἄγνωστος ὁ ποιητής τoῦ ὕμνου. Στήν ἴδια ἐποχή, δηλαδή τόν Β΄ αἰῶνα μ.Χ., ἀνήκουν δύο ὀρθόδοξοι εὐχαριστιακοί ψαλμοί πού ἀνιχνεύονται στίς Πράξεις τοῦ Θωμᾶ καί ἐψάλλονταν κατά τήν κοινωνία τοῦ μυστηρίου 1. Στά ἀρχαῖα ἄσματα ἀριθμεῖται καί τό σήμερα ψαλλόμενο μία φορά τό χρόνο, κατά τό Μέγα Σάββατο, «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία» , τό ὁποῖο ἐψάλλετο στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου μέχρι τοῦ Ἰουστινιανοῦ· ἀπό τότε δέ καθιερώθηκε νά ψάλλεται ἀντ' αὐτοῦ ὁ χερουβικός ὕμνος «Oἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες» . Τρεῖς ἀρχαιότατοι σύντομοι ὕμνοι τῶν Θεοφανείων, προερχόμενοι ἀπό τόν Γ΄ αἰῶνα μ.Χ., διεσώθησαν σέ πάπυρο τῶν ἀρχῶν τοῦ Δ΄ αἰῶνος μ.Χ. 2 . Ὁ τελευταῖος παρουσιάζει τούς ποιμένες δοξολογοῦντες τήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλοι δύο ὅμως φάινονται ὡς ἁπλᾶ ἐφύμνια. Ὁ δεύτερος μάλιστα εἶναι μονόστιχος: «Εἴδαμεν σημεῖον ἐξ οὐρανοῦ ἀστέρος φανέντος» . Ἀκέφαλος ὕμνος τοῦ Γ΄ αἰῶνος μ.Χ. διασώθηκε στόν πάπυρο τῆς Ὀξυρύγχου (ἀρ. 1786) καί ἡ ἀξία του εἶναι πολὐ μεγάλη, διότι εἶναι ὁ μόνος ἀρχαῖος χριστιανικός ὕμνος τοῦ ὁποίου διασώθηκε καί ἡ μελωδική παρασημαντική: «...ἠώ σιγάτω μηδ' ἄστρα φαεσφόρα λεῖπε, ποταμῶν ροθίων πᾶσαι, ὑμνούντων δ' ἡμῶν πατέρα χ' υἱόν χ' ἅγιον πνεῦμα...» . Σέ πάπυρο τῆς συλλογῆς τοῦ λόρδου Α mherst 3 διασώθηκε πολύ πλημμελῶς ἀξιόλογος ὕμνος τοῦ Γ΄ αἰῶνος μ.Χ., ὁ ὁποῖος περιγράφει τήν πνευματική καί ἠθική ἐμπειρία τοῦ νέου Χριστιανοῦ. Ὁ ὕμνος μαρτυρεῖ τή μετάβαση ἀπό τήν ποσοτική προσωδία στήν τονική διά τοῦ κατά προτίμησιν τονισμοῦ τῶν μικρῶν συλλαβῶν. Ἡ τεχνική του ὅμως εἶναι καί λογία. Ὁ ὅλος ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπό 24 ἀλφαβητικές τρίστιχους στροφές, ἑκάστης τῶν ὁποίων οἱ στίχοι ἀρχίζουν μέ τό ἴδιο γράμμα:
«Ξένους εἶπε Θεός διατρέφειν,
ξένους καί μή δυναμένους
ξένιζε, τό πῦρ ἵνα διαφύγῃς.
Ὅν ἔπεμψε πατήρ ἵνα πάθῃ,
ὁ λαβών ζωήν αἰωνίαν,
ὁ λαβών κράτος ἀθανασίας».
1 Παν. Τρεμπέλα, Ἐκλογή Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς ὑμνογραφίας, Ἀθῆναι 1949, σελ. 15 κ.ἑξ.
2G . Bickel , Das ä lteste liturgische Schriftst ü k , Mitt . aus der Sammlung der Erzherzogs Rainer II II 1887, σελ. 83 κ. ἑ.
3 E . Preuschen , Ein altchristlicher Hymn, Zeit . f ü r N . W . und die Kunde d . Urchristen tums 1901, τόμος 2, μέρος 1, σελ. 73 κ. ἑξ.
|