Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τόν ΙΒ΄ αἰώνα μ.Χ.
Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε αὐτοκράτορας καί ἀνέδειξε πρωτεύουσά του τό Βυζάντιο, νέος ἄνεμος ἐλευθερίας ἄρχισε νά φυσᾶ γιά τούς Χριστιανούς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία δέν εὑρῆκε μόνο τήν εἰρήνη, ἀλλά καί τήν προστασία καί ὑποστήριξη ἐκ μέρους τοῦ ἐπίσημου κράτους.
Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί τό τέλος τῶν διωγμῶν, ἡ ἐκκλησιαστική μουσικῆ ἄρχισε νά χρησιμοποιεῖται συστηματικά. Ἔτσι, ἀποτέλεσε σπουδαῖο λατρευτικό στοιχεῖο.
Οἱ ψαλμοί καί οἱ ὕμνοι ἀρχίζουν νά ψάλλονται ἀντιφωνικά, ἐνῶ χρησιμοποιεῖται καί ὁ «καθ' ὑπακοήν» τρόπος ψαλμωδίας, πού ὁ ἕνας «κατάρχει» τοῦ μέλους, δηλαδή ψάλλει μόνος του καί οἱ λοιποὶ ὑπηχοῦν. Ἡ μουσική, αὐτή τήν περίοδο, ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται ἐλεύθερα καί ἀβίαστα. Οἱ Χριστιανοί εἶναι πλέον ἐλεύθεροι νά τελέσουν τή λατρεία τους. Τό ἐκκλησιαστικό μέλος καλλιεργεῖται ἐπιμελῶς καί σημειώνει γρήγορη ἐξέλιξη. Τό ὑμνολόγιο πλουτίζεται μέ νέους ὕμνους. Ἡ ἄλλοτε πτωχή μουσικὴ ἐπένδυση τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, γίνεται πιό σύνθετη καί παρουσιάζει μεγαλύτερες τεχνικές ἀπαιτήσεις. Διακρίνονται, ἔτσι, οἱ τέσσερις κύριοι ἦχοι καί ἐμφανίζονται τά εἱρμολογικὰ μέλη καί ἔπειτα τά στιχηραρικά.
Ἐπίσης σέ αὐτή τήν περίοδο, δροῦν πολλοὶ αἱρετικοί, τούς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν μέ ἀποτελεσματικὸ τρόπο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ ἦταν οἱ : Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Βασίλειος ὁ Μέγας, Μέγας Ἀθανάσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Μεσοποταμίας Ἰάκωβος. Ἐπίσης σημαντικοὶ ὑμνογράφοι αὐτῆς τῆς περιόδου, ἦταν οἱ: Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, Κύριλλος, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, Ἀνατόλιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Πάπας Ρώμης, Ἀνδρέας, Ἐπίσκοπος Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, Θεοφάνης ὁ Γραπτός, Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, Γεώργιος Πισίδης, Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ὁμολογητής, Λέων Βύζας ἢ Βυζάντιος, Ἀνδρέας Πυρρός ἢ Πυρσός, Λέων ὁ Σοφός καὶ ἡ Κασσία μοναχή ἢ Κασσιανή. |